- φρεγάτα
- Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ., καθώς και ο εξοπλισμός της. Στα μέσα του 19ου αι., η φ. εξελίχθηκε στο κομψότερο πλοίο εκείνης της εποχής, εξοπλισμένο με βαρύ οπλισμό, πυροβόλων σε δυο πυροβολεία. Η πρακτική εφαρμογή του ατμού στην προώθηση του πλοίου, συνετέλεσε στην αντικατάσταση των παλαιών φ. με ατμοκίνητες. Οι ατμοφρεγάτες, όπως τις έλεγαν, που ναυπηγήθηκαν αρχικά, ήταν τροχήλατες, αργότερα όμως έγιναν ελικοκίνητες. Στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Αμερικανών για την ανεξαρτησία των δεύτερων, οι Άγγλοι έμειναν κατάπληκτοι μπροστά στο μέγεθος και τον εξοπλισμό των αμερικανικών φ., οι οποίες είχαν δύναμη δικρότων, γι’ αυτό και τις ονόμαζαν μεταμφιεσμένες φρεγάτες. Τις φ. αυτές μιμήθηκαν αργότερα οι Γάλλοι, οι Αιγύπτιοι και οι Τούρκοι, ναυπηγώντας φ. που είχαν ίσο αριθμό πυροβόλων, στο κατάστρωμα και στα πυροβολεία, όπως δηλαδή και τα πραγματικά δίκροτα. Μετά τη ναυπήγηση της θωρακισμένης φ. Γκλουάρ από τον Γάλλο Ντιπουί ντε Λομ, οι παλαιοί τύποι φ. αχρηστεύτηκαν.
Τύπος φρεγάτας του 19ου αιώνα.
Η φρεγάτα «Νότινγχαμ» του βρετανικού ναυτικού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)και φρεγάδα και φεργάδα, η, Ν1. ναυτ. α) (παλαιότερα) τρίστηλο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο, είδος δρόμωναβ) (σήμερα) μέσου μεγέθους πολεμικό πλοίο, ενδιάμεσο μεταξύ κορβέτας και καταδρομικού, που αποτελεί συνήθως την ισχυρότερη μάχιμη μονάδα τών μικρών και μεσαίων ναυτικών δυνάμεων2. μτφ. εύσωμη και καμαρωτή γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fregada].————————(II)η, Νζωολ. γένος και γενική ονομασία τών μεγαλόσωμων αρπακτικών θαλάσσιων πτηνών τής τάξης πελεκανόμορφα, με 5 είδη, που συγκροτούν την οικογένεια φρεγατίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. fregate < νεολατ. fregata].
Dictionary of Greek. 2013.